Πυθικοῖς

Πυθικοῖς
Πῡθικοῖς , Πυθικός
of
masc/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσόμφαλος — μεσόμφαλος, ον (ΑM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόμφαλον το μεσόλοφον* αρχ. (για το ιερό τού Απόλλωνος στους Δελφούς) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ομφαλού τής Γης, στο κέντρο τών Δελφών («ἐν μεσομφάλοις Πυθικοῑς χρηστηρίοις», Αισχύλ.) 2. αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”